ονωνίς — η (Α ὀνωνίς, και ὄνωνις και ὄνωσις) βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, στην οικογένεια φαβίδες και έχει 70 περίπου είδη, από τα οποία 18 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα και είναι γνωστά, τα… … Dictionary of Greek
αιγίπυρος — αἰγίπυρος, ο (Α) ονομασία που έδινε ο Θεόφραστος πιθανώς στο είδος Ononis spinosa τού γένους Ονωνίς* … Dictionary of Greek
πλάτωνις — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Παλαιστίνη. Η μνήμη της τιμάται στις 6 Απριλίου. * * * ώνιδος, ὁ, Α το πλατώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το επίθ. πλατύς, αλλά ο σχηματισμός του είναι δυσερμήνευτος (πρβλ. όνωνις)] … Dictionary of Greek
προκοχόρταρο — το, Ν φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία ονωνίς η διάκανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόκα «καρφί» + χορτάρι] … Dictionary of Greek
φλονίτις — ίτιδος, ἡ, ΜΑ πιθ. άλλη ονομασία για τό φυτό ονωνίς ή όνοσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόνος, άλλος τ. τού φλόμος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. μηκων ῖτις)] … Dictionary of Greek
ονωνίδα — (ononis). Γένος φυτών της οικογένειας των παπιλιονιδών ή ψυχανθών (ονωνίς). Το γένος ο. αριθμεί περίπου 70 είδη, που ευδοκιμούν στην Ευρώπη, στη δυτική Ασία και στη βόρεια Αφρική. Πρόκειται για μονοετείς διετείς ή πολυετείς πόες ή θάμνους λείους… … Dictionary of Greek